παραιρώ

παραιρώ
-έω, Α [αιρώ]
1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω
2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)
3. μέσ. παραιροῡμαι, -έομαι
α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας», Δημοσθ.)
β) αφαιρώ, παίρνω («τὰ ὅπλα πλὴν τῶν τρισχιλίων παρείλοντο», Ξεν.)
γ) μειώνω, μετριάζω, λιγοστεύω («τοῡτο παραιρεῑται τὴν θρασύτητα τὴν τούτων», Δημοσθ.)
δ) στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα ή, γενικά, από κάτι το οποίο είχε
ε) στερώ τον εαυτό μου από κάτι
στ) (για ποταμό) αποκόβω, παρασύρω
ζ) υπεξαιρώ, κλέβω
4. φρ. «παραιρεῑν ἀρὰν εἴς τινα» — αποφεύγω κατάρα στρέφοντάς την εναντίον άλλου («ὧν [ἀρῶν] τήν μίαν παρεῑλες... εἰς τὸν παῑδα τὸν σόν», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραίρω — Α (συνηρ. τ.) βλ. παραείρω …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραίρεσις — έσεως, ἡ, Α [παραιρώ] 1. αφαίρεση αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», Αριστοτ.) 2. μείωση, ελάττωση, μετριασμός («ξυμμάχων τε ἀπόστασις, μάλιστα παραίρεσις οὖσα τῶν προσόδων», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • παραίρημα — τὸ, Α [παραιρώ] 1. η άκρη μάλλινου υφάσματος η οποία είναι πιο χοντρή από το κυρίως ύφασμα 2. ταινία, λωρίδα …   Dictionary of Greek

  • παραείρω — και παραίρω Α 1. (κυρίως μτφ. για τη σκέψη, τον νου) παρασηκώνω, φουσκώνω («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» ποιος σάς φούσκωσε τα μυαλά, Αρχίλ.) 2. παθ. παραείρομαι κρεμιέμαι από το ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾀείρω / αἴρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • παραιρέτης — ὁ, Α [παραιρώ] 1. αυτός που φθίνει, που ελαττώνεται 2. αστρολ. πλανήτης που βρίσκεται έξω από την αίρεση του, δηλαδή από την συνηθισμένη θέση του …   Dictionary of Greek

  • παραιρετός — ή, όν, Α [παραιρώ] αυτός που είναι δυνατόν να μετακινηθεί, να απομακρυνθεί ή να αφαιρεθεί, να χαθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”